- ἀνιαρός
- ᾰνῐᾱρός1 grievous, distressing
ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11
φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον P. 4.288
ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11
φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον P. 4.288
ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ανιαρός — ή, ό (Α ἀνιαρός, ά, όν) [ανία] αυτός που προκαλεί ανία νεοελλ. πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος αρχ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός 2. (για ζώα) βλαβερός 3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος … Dictionary of Greek
ἀνιαρός — ἀνιᾱρός , ἀνιαρός grievous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιαρός — ή, ό αυτός που φέρνει ανία: Πολύ ανιαρή ήταν η δουλειά που του ανάθεσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνιηρά — ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀνιηρά̱ , ἀνιαρός grievous fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρέστερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp ἀνιαρός grievous masc acc comp sg ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρότερον — ἀνιαρός grievous adverbial comp (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc acc comp sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρῶν — ἀνιαρός grievous fem gen pl (epic ionic) ἀνιαρός grievous masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρόν — ἀνιαρός grievous masc acc sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηρότατον — ἀνιαρός grievous masc acc superl sg (epic ionic) ἀνιαρός grievous neut nom/voc/acc superl sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηραί — ἀνιαρός grievous fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιηροῖο — ἀνιαρός grievous masc/neut gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)